Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απέχθημα — ἀπέχθημα, το (Α) αντικείμενο μίσους ή αποστροφής … Dictionary of Greek
ἀπέχθημα — object of hate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)